Σχεδόν πενήντα χρόνια βάσανα και διωγμοί τώρα στη μαύρη αρρώστια ανάξια πλερωμή Το δίκιο του αγώνα πολλά σου στέρησε μα η ζωή η λεχώνα ελπίδες γέννησε
Τίποτα δεν πάει χαμένο στη χαμένη σου ζωή όνειρο σου ανασταίνω και το κάθε σου γιατί
Ποτέ δε λες η μοίρα πως σε αδίκησε μα μόνο η ιστορία αλλιώς σου μίλησε Σκυφτός στα καφενεία, στους δρόμους σκεφτικός μα χτες μες στην πορεία περνούσες γελαστός
Εγώ με τις ιδέες μου - Νικόλας Ασιμος - Σωτηρία Λεονάρδου
Με τραγούδια λυπημένα ανταμώναμε τα βράδια και με χάδια κουρασμένα απ' της μέρας τα σημάδια Τα τσιγάρα μοιρασμένα η κιθάρα δανεική όνειρα μπογιατισμένα σε μι' ασπρόμαυρη ζωή Τώρα πάψαν τα τραγούδια ξέβαψαν τα χρώματα δρόμοι και παλιές πλατείες άλλαξαν ονόματα
Κι άμα δω κανένα φίλο τρέμω μη με θυμηθεί πεθαμένες καλησπέρες δε γουστάρω να μου πει
Μού 'χες πει πως όλα αλλάζουν, τρομαγμένα και βουβά κι ό,τι πιότερο αγαπάμε μας πληγώνει πιο βαθιά Μού 'χες πει πως όλα αλλάζουν φτάνει μόνο μια αφορμή μα τα δυό σου μάτια μοιάζουν φάροι σ' άγονη γραμμή
Κι άμα δω κανένα φίλο τρέμω μη με θυμηθεί πεθαμένες καλησπέρες δε γουστάρω να μου πει Κι άμα δω κανένα φίλο τρέμω μη με θυμηθεί πεθαμένες καλησπέρες δε γουστάρω να μου πει
«Ο Ανέστης Δελιάς ήταν μπουζουκάκι καλό, είχε και στοματάκι, ήταν ωραίος. Είχε μια γκόμενα πουτάνα, στα Βούρλα. Αυτή ήτανε πρεζού. Έκανε βίζιτες, να πούμε, δεν την είχε καταλάβει. Και μένανε σε ένα παραγκάκι στα Χιώτικα. Στον Άγιο Διονύση. Εκεί που είναι τα Βούρλα, από κάτω ήταν τα Χιώτικα, που λέγανε. Όπως κοιμότανε λοιπόν ο Ανέστης μαζί της, να πούμε, τώρα τον εγουστάριζε βέβαια, ήθελε να τον κάνει κτήμα της. Του έκανε ένα γιουχ, δηλαδή όπως παίρνουμε ένα χαρτί, να πούμε, το στρίβουμε και το κάνουμε σαν χωνάκι, έτσι όπως το τσιγάρο. Του 'βαζε λοιπόν την πρέζα στο χωνάκι. Αυτός κοιμότανε, να πούμε, αυτή παρακολουθούσε την αναπνοή του. Έτσι την έπαιρνε την πρέζα αυτός. Μία, δύο, τρεις, πέντε. Δεν το καταλάβαινε. Η ηρωίνη τώρα, αν την πιεις πέντε φορές, τσιμπήθηκες. Την άρπαξες. Την τέταρτη φορά, λοιπόν, σηκώθηκε, κρυάδες, κομάρες, ρίγους, η κοιλιά του τον πόναγε. Μου το είχε πει ο ίδιος εμένα, μετά. Της λέει, ρε συ Κούλα, της λέει, τι έχω, δεν ξέρω τι έχω, τρέμω, ξέρω γω. Ρίξε μου ρούχα απάνω μου. Μπα, τίποτα δεν έχεις, λέει, θα σου δώκω, λέει μια σκόνη, λέει, που είναι, λέει, για τις κρυάδες, λέει, γι' αυτά. Μόλις την ήπιε, ουπ, έγινε στα γρήγορα καλά. Την άλλη μέρα άρρωστος πάλι. Σου λέει, ας πιω άλλη μια ψιχούλα μήπως γίνω πάλι καλά. Και αυτό ήτανε, Λευτέρη μου. Μία, δυο, τρεις, τον έκανε πρεζάκια...» (Αφήγηση του Στέλιου Κηρομύτη από το βιβλίο του Λευτέρη Παπαδόπουλου "Να συλληφθεί το ντουμάνι")
Καλησπέρα φίλε μου.. με συγχωρείς πολύ για αυτήν την καθυστέρηση, αλλά δεν προλαβαίνω να μπαίνω τώρα τελευταία λόγω εξεταστικής αλλά και δουλειάς. Ναι τον κύριο Σπύρο εκεί τον γνώρισα. Και εσύ 111; Πράγματι το κομμάτι του είναι καταπληκτικό,και ο ίδιος εξαιρετικός. Να είσαι καλά φίλε Γιάννη, χαίρομαι που σου άρεσε. Καλό σου απόγευμα.
Καταπληκτικό κομμάτι! Μπράβο φίλε μου που το ανέβασες. Εκπλήσομαι που το γνωρίζεις. Πηγαίνεις 111;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιάννης
Καλησπέρα φίλε μου.. με συγχωρείς πολύ για αυτήν την καθυστέρηση, αλλά δεν προλαβαίνω να μπαίνω τώρα τελευταία λόγω εξεταστικής αλλά και δουλειάς. Ναι τον κύριο Σπύρο εκεί τον γνώρισα. Και εσύ 111; Πράγματι το κομμάτι του είναι καταπληκτικό,και ο ίδιος εξαιρετικός. Να είσαι καλά φίλε Γιάννη, χαίρομαι που σου άρεσε. Καλό σου απόγευμα.
Διαγραφή